Sex and heart disease

Sex και καρδιαγγειακή νόσος.

Η σεξουαλική δραστηριότητα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ποιότητας ζωής των ατόμων με καρδιαγγειακή νόσο, συμπεριλαμβανομένων και των ηλικιωμένων.
Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να συνοψίσει με τη μορφή οδηγιών τα δεδομένα που υπάρχουν από μελέτες  σχετικά με τη σεξουαλική δραστηριότητα και την καρδιαγγειακή νόσο.

 

 

 

Ποιες είναι οι καρδιαγγειακές επιδράσεις της σεξουαλικής δραστηριότητας;
Διάφορες μελέτες έχουν ασχοληθεί με τη νευροενδοκρινική και καρδιαγγειακή απάντηση στη σεξουαλική διέγερση και επαφή. Η συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση  καθώς και η καρδιακή συχνότητα αυξάνουν σταδιακά ελαφρώς, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να συμβαίνουν στα 10-15sec του οργασμού, ενώ ακολούθως επιστρέφουν απότομα στις αρχικές τιμές.
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν παρόμοιες μεταβολές στην αρτηριακή πίεση και την καρδιακή συχνότητα κατά τη διάρκεια του sex.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα είναι συγκρίσιμη με ήπια προς μέτρια φυσική δραστηριότητα, δηλαδή άνοδο σκαλoπατιών 2 ορόφων , ή γρήγορο περπάτημα για μικρό διάστημα (3-4 METS).
Η καρδιακή συχνότητα σπάνια υπερβαίνει τους 130 παλμούς και η συστολική πίεση σπάνια ξεπερνάει τα 170mmHg σε άτομα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Ωστόσο, επειδή τα δεδομένα αυτά προέρχονται από μελέτες υγιών ατόμων νεαρής ή μέσης ηλικίας, ορισμένα άτομα κυρίως ηλικιωμένοι που μπορεί να δυσκολεύονται να φτάσουν σε οργασμό μπορεί να καταπονούν το καρδιαγγειακό τους σε μεγαλύτερο βαθμό κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.

Ποιος είναι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος κατά τη διάρκεια του sex;
H στηθάγχη (πόνος στο στήθος) που συμβαίνει κατά τη διάρκεια των λεπτών της σεξουαλικής δραστηριότητας ή τις ώρες αμέσως μετά (“στηθάγχη του έρωτα”) αντιπροσωπεύει το 5% των συνολικών επεισοδίων στηθάγχης.
Είναι σπάνια σε ασθενείς που δεν εμφανίζουν συμπτώματα κατά τη διάρκεια της φυσικής δραστηριότητας και συχνότερη σε ασθενείς με σοβαρή στεφανιαία νόσο.
Εάν κάποιος δεν εμφανίζει στηθαγχικά ενοχλήματα κατά τη διάρκεια μια δοκιμασίας κοπώσεως, τότε ο κίνδυνος εμφάνισης ισχαιμίας μυοκαρδίου κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας είναι εξαιρετικά χαμηλός.
Όσον αφορά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κατά τη διάρκεια του sex, μελέτες που συμπεριελάμβαναν άτομα ηλικίας κυρίως 50 έως 60 ετών έδειξαν ότι η σεξουαλική δραστηριότητα σχετίζονταν με μια σχετική αύξηση κατά 2,7 της πιθανότητας εμφράγματος σε σχέση με τις περιόδους που το άτομο δεν έκανε sex.
Το έμφραγμα κατά τη διάρκεια του sex αποτελεί μόλις το 1% του συνόλου των οξέων εμφραγμάτων μυοκαρδίου.
Όσον αφορά την πιθανότητα αιφνιδίου θανάτου κατά τη διάρκεια του sex αυτή εκτιμάται από μελέτες στο χαμηλό 0,6% του συνόλου των επεισοδίων αιφνιδίου θανάτου.
Σε μελέτες επίσης μετεμφραγματικών ατόμων, το sex δεν προκάλεσε αύξηση των κοιλιακών αρρυθμιών σε σχέση με άλλες καθημερινές δραστηριότητες.

Γενικές οδηγίες για τη σεξουαλική δραστηριότητα στα άτομα με καρδιαγγειακή νόσο.
Οι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο που επιθυμούν να αρχίσουν ή να επανεκκινήσουν σεξουαλική δραστηριότητα θα πρέπει να λαμβάνουν τη συγκατάθεση του καρδιολόγου τους μετά από μια λεπτομερή λήψη του ιατρικού τους ιστορικού και ιατρική εξέταση.
Το sex επιτρέπεται σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο που μετά την κλινική εξέταση από τον ιατρό τους κατηγοριοποιούνται ως χαμηλού ρίσκου για καρδιαγγειακές επιπλοκές.
Η δοκιμασία κόπωσης μπορεί να διενεργηθεί σε ασθενείς που δεν είναι χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου  ή στους οποίους δεν έχει καθοριστεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος ώστε να εκτιμηθούν τα συμπτώματα, η ισχαιμία του μυοκαρδίου και οι αρρυθμίες.
Οι γυναίκες με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο θα πρέπει να ενημερώνονται από τον θεράποντα γιατρό τους για την ασφάλεια των μεθόδων αντισύλληψης και το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης.
Σε γενικές γραμμές τα άτομα με σταθερή καρδιαγγειακή νόσο που δεν εμφανίζουν καθόλου ή εμφανίζουν ήπια συμπτώματα στηθάγχης κατά τη διάρκεια των καθημερινών τους δραστηριοτήτων επιτρέπεται να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα.
Οι ασθενείς με ασταθή και σοβαρά συμπτωματική καρδιαγγειακή νόσο θα πρέπει να αποφεύγουν τη σεξουαλική δραστηριότητα ώσπου η κατάστασή τους ελεγχθεί και σταθεροποιηθεί.
Οι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο που εμφανίζουν συμπτώματα κατά τη διάρκεια των σεξουαλικών επαφών θα πρέπει να διακόπτουν το sex μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάστασή τους και να αντιμετωπιστεί.

Οδηγίες για τη σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα που υπέστησαν πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου ή υπεβλήθησαν σε επεμβάσεις επαναιμάτωσης του μυοκαρδίου:
Ασθενείς μετά από 1 ή περισσότερες εβδομάδες μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου χωρίς επιπλοκές μπορούν με τη συγκατάθεση του ιατρού τους να επανέλθουν σε σεξουαλικές δραστηριότητες  εφόσον δεν εμφανίζουν συμπτώματα σε ήπιες έως μέτριες καθημερινές δραστηριότητες.
Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε διαδερμική επαναγγείωση (αγγειοπλαστική) μπορούν να επανέλθουν στη σεξουαλική δραστηριότητα μετά από ορισμένες ημέρες εφόσον δεν υπήρξαν επιπλοκές.
Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη (bypass) μπορούν να επανέλθουν στη σεξουαλική δραστηριότητα μετά από 6-8 εβδομάδες μετά την επέμβαση, εφόσον η στερνοτομή έχει επουλωθεί καλώς.

Σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια:
Περίπου το 60-87% των ατόμων με καρδιακή ανεπάρκεια αναφέρουν σεξουαλικά προβλήματα όπως σημαντική μείωση στο σεξουαλικό ενδιαφέρον και δραστηριότητα, με το ¼ μάλιστα να αναφέρουν διακοπή κάθε σεξουαλικής δραστηριότητας.
Πολλοί ωστόσο ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια θεωρούν σημαντικότερη τη βελτίωση της ποιότητας ζωής (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής δραστηριότητας) από τη βελτίωση της επιβίωσής τους!
Η βελτιστοποίηση της φαρμακευτικής αγωγής και η άσκηση στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια αυξάνουν την πιθανότητα της ασφαλούς και ικανοποιητικής σεξουαλικής δραστηριότητας.
Ασθενείς που αντιμετωπίζουν συμπτώματα δύσπνοιας ή κούρασης κατά τη διάρκεια του sex μπορούν να επιλέξουν μια ημι-επικλινή θέση που μειώνει τα επίπεδα φυσικής κόπωσης καθώς και να ξεκουραστούν για λίγο μόλις τα συμπτώματα εμφανιστούν.
Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με σταθερή και ήπια καρδιακή ανεπάρκεια (ΝΥΗΑ class I ή ΙΙ) μπορούν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα με ασφάλεια.
Αντίθετα, δε συστήνεται σεξουαλική δραστηριότητα σε ασθενείς με συμφορητική ή προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια (NYHA class III ή IV) έως ότου η κατάστασή τους σταθεροποιηθεί.

Σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα με βαλβιδοπάθειες:
Aσθενείς με ήπια ή μέτρια βαλβιδική νόσο μπορούν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον η δραστηριότητα αυτή δεν τους προκαλεί σημαντικά συμπτώματα απ’ το καρδιαγγειακό.
Ασθενείς με φυσιολογικά λειτουργούσες προσθετικές βαλβίδες καθώς και  καλώς επιδιορθωμένες βαλβίδες μπορούν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα με ασφάλεια. Καλό είναι ωστόσο η σεξουαλική δραστηριότητα να ξεκινά 6-8 εβδομάδες μετά το χειρουργείο, ώστε να έχει επουλωθεί πλήρως η στερνοτομή.
Ασθενείς με σοβαρή βαλβιδική νόσο και έντονη συμπτωματολογία (ή ασθενείς με ήπια συμπτωματολογία αλλά σοβαρή αορτική στένωση) θα ήταν συνετό να απέχουν από τις σεξουαλικές δραστηριότητες έως ότου αντιμετωπιστούν βέλτιστα φαρμακευτικά ή και χειρουργικά.
Σε ασθενείς με ακαθόριστα συμπτώματα και βαρύτητα καρδιακής νόσου καθώς και στους ασθενείς με ασυμπτωματική σοβαρή βαλβιδική νόσο, μια δοκιμασία κόπωσης μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση των συμπτωμάτων, στην αιμοδυναμική απάντηση καθώς και στην εμφάνιση των αρρυθμιών

Σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα με αρρυθμίες, βηματοδότη ή και απινιδωτή.
Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος είναι εξαιρετικά σπάνιος κατά τη διάρκεια του sex στο γενικό πληθυσμό.
Ο κίνδυνος κοιλιακών αρρυθμιών σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο , συμπεριλαμβανομένων και των ασθενών με απινιδωτή δεν είναι μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια του sex σε σχέση με την ανάλογης έντασης φυσική δραστηριότητα.
Ασθενείς με αρρυθμίες που έχουν αξιολογηθεί από το γιατρό τους ότι μπορούν  με ασφάλεια να συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες μπορούν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα.
Η σεξουαλική δραστηριότητα επιτρέπεται επομένως σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό εφόσον η καρδιακή συχνότητα είναι καλά ρυθμισμένη.
Η σεξουαλική δραστηριότητα επιτρέπεται επίσης σε ασθενείς με AVNRT ταχυκαρδία, ή κολποκοιλιακή ταχυκαρδία επανεισόδου (atrioventricular reentry tachycardia).
Eπιτρέπεται σε ασθενείς με απινιδωτή εμφυτευμένο για πρωτογενή πρόληψη.
Επιτρέπεται σε ασθενείς με απινιδωτή εμφυτευμένο για δευτερογενή πρόληψη στους οποίους η μέτρια άσκηση δεν προκαλεί κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή και οι οποίοι δε λαμβάνουν συχνές και πολλαπλές εκφορτίσεις (shocks) από τον απινιδωτή τους.
Αντίθετα, η σεξουαλική δραστηριότητα θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή κακώς ρυθμισμένη όσον αφορά την καρδιακή συχνότητα, σε κακώς ρυθμισμένες ή συμπτωματικές άλλες υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες και σε περιστασιακές ή προκαλούμενες από την άσκηση κοιλιακές ταχυκαρδίες έως ότου αυτές ελεγχθούν αποτελεσματικά.
Η σεξουαλική δραστηριότητα θα πρέπει επίσης να αποφεύγεται σε ασθενείς με απινιδωτή που έχουν δεχθεί πολλαπλές εκφορτίσεις (shocks) έως ότου η αρρυθμία που τις προκαλεί σταθεροποιηθεί και ελεγχθεί.
Ο ασθενής που φέρει απινιδωτή δε θεωρείται ότι κινδυνεύει απ’ την απινίδωση αν ο απινιδωτής εκφορτίσει κατά τη διάρκεια του sex. Μια δοκιμασία κόπωσης μπορεί να καθησυχάσει τον ασθενή και τον/τη σύντροφό του ότι η σεξουαλική  τους δραστηριότητα είναι απίθανο να προκαλέσει απινιδώσιμη αρρυθμία.

Σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα με συγγενείς καρδιοπάθειες:
Η σεξουαλική δραστηριότητα επιτρέπεται στους περισσότερους ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες που δεν έχουν συμφορητική ή προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, σοβαρή ή εντόνως συμπτωματική βαλβιδοπάθεια,ή αρρυθμίες όχι καλώς ρυθμισμένες.

Σεξουαλική δραστηριότητα σε άτομα με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια:
Η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια είναι η συχνότερη αρρυθμιογόνος αιτία αιφνίδιου καρδιακού θανάτου στους νέους, συμπεριλαμβανομένων και των αθλητών.
Η συσχέτιση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και των επεισοδίων αιφνιδίου καρδιακού θανάτου οφειλόμενων σε κοιλιακή ταχυκαρδία και κοιλιακή μαρμαρυγή δημιουργεί συχνά ανασφάλεια μήπως η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα αυξάνει τον κίνδυνο στους ασθενείς με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις αιφνιδίου καρδιακού θανάτου κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής ζωής σε ασθενείς με γνωστή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Επομένως, η σεξουαλική δραστηριότητα επιτρέπεται στους περισσότερους ασθενείς με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Αντίθετα θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια που είναι έντονα συμπτωματικοί έως ότου η κατάστασή τους σταθεροποιηθεί.

Επίδραση φαρμάκων για το καρδιαγγειακό στη σεξουαλική δραστηριότητα.
Πολλές κατηγορίες φαρμάκων του καρδιαγγειακού (κυρίως οι β-αποκλειστές και τα διουρητικά) έχουν ενοχοποιηθεί για στυτική δυσλειτουργία. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες δεν έχουν βρει σαφή συσχέτιση μεταξύ των σύγχρονων καρδιολογικών φαρμάκων και της στυτικής δυσλειτουργίας.
Τα καρδιολογικά φάρμακα που αποδεδειγμένα βελτιώνουν τα συμπτώματα και την επιβίωση των ασθενών με καρδιοπάθειες δεν πρέπει να διακόπτονται εξαιτίας των ανησυχιών για τη δυσμενή τους επίδραση στη σεξουαλική δραστηριότητα.
Αν ένας ασθενής που λαμβάνει φάρμακα για το καρδιαγγειακό του παραπονεθεί για στυτική δυσλειτουργία, η προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί αρχικά στη διερεύνηση του κατά πόσο η στυτική δυσλειτουργία οφείλεται στην αγγειακή ή καρδιαγγειακή νόσο, το άγχος, ή την κατάθλιψη .
Ασθενείς που αναπτύσσουν στυτική δυσλειτουργία εξαιτίας θειαζιδικών διουρητικών μπορούν να δοκιμάσουν διουρητικό της αγκύλης.
Ασθενείς που λαμβάνουν σπειρονολακτόνη μπορεί να αντιμετωπίσουν αντιανδρογονικές επιπλοκές (στυτική δυσλειτουργία, μειωμένη libido και γυναικομαστία). Στους ασθενείς αυτούς είναι δόκιμη η αλλαγή σε επλερενόνη.
Σε ασθενείς που αποδεδειγμένα ανέπτυξαν στυτική δυσλειτουργία οφειλόμενη σε β-αποκλειστή, η αλλαγή σε νεμπιβολόλη (ενός νεότερου β-αποκλειστή με αγγειοδιασταλτικές δράσεις μέσω νιτρικού οξέος) μπορεί να δοκιμαστεί.
Η θεραπεία επίσης με αναστολείς φωσφοδιεστεράσης-5 (PDE5 inhibitors) μπορεί να αποτελέσει θεραπευτική επιλογή για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας.

Ασφάλεια χορήγησης αναστολέα φωσφοδιεστεράσης-5 (γνωστότερη εμπορική ονομασία: Viagra) για την αντιμετώπιση σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με καρδιοπάθειες.
Η χορήγηση αναστολέων φωσφοδιεστεράσης-5 {Συλδεναφίλη (Viagra ή Revatio), βαρδεναφίλη (Levitra) και τανταλαφίλη (Cialis) } είναι χρήσιμη και μπορεί να χορηγηθούν κατά της στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση, σταθερή στεφανιαία νόσο και μη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Tα φάρμακα αυτά προκαλούν αγγειοδιαστολή και ήπιες μειώσεις της συστολικής (περίπου 10mmHg) και της διαστολική (περίπου 8mmHg) αρτηριακής πίεσης. Οι μειώσεις αυτές μπορεί να είναι μεγαλύτερες σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και με υψηλότερες αρχικές τιμές αρτηριακής πίεσης.
Η συλδεναφίλη και η βαρδεναφίλη είναι σχετικά βραχείας δράσης με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 4 ωρών. Η τανταλαφίλη είναι μακράς δράσης με χρόνο ημίσειας ζωής 17,5 ωρών.
Η συλδεναφίλη και η τανταλαφίλη έχουν πάρει έγκριση επίσης για τη θεραπεία της πνευμονικής υπέρτασης.
Παρά τις περιστασιακές αναφορές περιστατικών που συνδέουν τη χρήση αυτών των φαρμάκων με οξέα καρδιακά επεισόδια, μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι δεν σχετίζονται με αύξηση του εμφράγματος μυοκαρδίου ή άλλων οξέων στεφανιαίων επεισοδίων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η συγχορήγηση αναστολέα φωσφοδιεστεράσης-5 με α-αναστολείς μπορεί να προκαλέσει συμπτωματική υπόταση. Επομένως όταν και τα 2 φάρμακα συγχορηγούνται, η χαμηλότερη δόση a-blocker θα πρέπει να δίνεται πριν ο ασθενής ξεκινήσει τη χαμηλότερη δόση αναστολέα φωσφοδιεστεράσης-5.
Επειδή οι αναστολείς φωσφοδιεστεράσης-5 χορηγούνται και σε περιπτώσεις αντιμετώπισης πνευμονικής υπέρτασης δε θα πρέπει να χορηγούνται επιπρόσθετα σε ασθενείς που ήδη λαμβάνουν κάποιον άλλο αναστολέα φωσφοδιεστεράσης για την πνευμονική τους υπέρταση.
H βαρδεναφίλη (Levitra)  (αλλά όχι και το Viagra ή Cialis) θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με συγγενές μακρό QT ή ιστορικό torsade de pointes καθώς και σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που επιμηκύνουν το QT διάστημα.

Παρόλο που δεν υπάρχουν καταγεγραμμένοι θάνατοι σε ασθενείς με σοβαρή αορτική στένωση ή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια που να οφείλονται σε αναστολέα φωσφοδιεστεράσης-5, η ασφάλειά τους σε αυτές τις περιπτώσεις είναι άγνωστη και θα πρέπει να δίνεται προσοχή στη χρήση τους.
Θα πρέπει να αποφεύγονται επίσης σε ασθενείς που λαμβάνουν χρονίως νιτρώδη.
Δε θα πρέπει να χορηγούνται επίσης νιτρώδη σε ασθενείς με  οξύ πόνο στο στήθος ή οξύ έμφραγμα που έλαβαν συλδεναφίλη (Viagra ή Revatio) ή βαρδεναφίλη (Levitra) το τελευταίο 24ωρο, καθώς και τανταλαφίλη (Cialis) το τελευταίο 48ωρο διότι η συνεργική τους δράση μπορεί να προκαλέσει σοβαρή πτώση στην αρτηριακή πίεση.
Οι ασθενείς με πόνο στο στήθος ή οξύ στεφανιαίο επεισόδιο και πρόσφατη λήψη αναστολέων φωσφοδιεστεράσης-5 μπορούν να λάβουν κανονικά όλα τα υπόλοιπα φάρμακα για το καρδιαγγειακό τους .
Σε ασθενείς που λαμβάνουν χρόνια αγωγή με νιτρώδες και επιθυμούν να χρησιμοποιούν αναστολείς φωσφοδιεστεράσης-5 η αναγκαιότητα της διατήρησης των νιτρωδών θα πρέπει να επαναξιολογείται ειδικά σε αυτούς που υπεβλήθησαν σε πλήρη επαναγγείωση.

Τοπική θεραπεία με οιστρογόνα.
Η τοπική θεραπεία με οιστρογόνα για την αντιμετώπιση δυσπαρεύνιας  (επώδυνης σεξουαλικής επαφής) σε γυναίκες με καρδιαγγειακή νόσο επιτρέπεται. Μελέτες δεν έχουν δείξει αύξηση καρδιαγγειακού κινδύνου με την τοπική χρήση τους.

Φυτικά σκευάσματα για τη στυτική δυσλειτουργία.
Υπάρχουν αναρίθμητα φυτικά σκευάσματα που διαφημίζονται για την αποτελεσματικότητά τους στη στυτική δυσλειτουργία. Κάποια απ’ αυτά τα σκευάσματα μπορεί να περιέχουν ουσίες όπως αναστολείς φωσφοδιεστεράσης-5 (ή χημικά ανάλογα) καθώς και L-αργινίνη.
Τα φάρμακα αυτά μπορεί να αλληλοεπιδρούν με φάρμακα του καρδιαγγειακού , να έχουν συμπαθητικομιμητικές ιδιότητες, να ανεβάζουν ή να χαμηλώνουν την αρτηριακή πίεση, ή να έχουν δυσμενείς επιδράσεις σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο.
Συστήνεται επομένως η προσοχή σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο στη χρήση φυτικών σκευασμάτων με άγνωστα συστατικά για τη θεραπεία στυτικής δυσλειτουργίας.

Επίδραση ψυχολογικών προβλημάτων στη σεξουαλική δραστηριότητα ατόμων με καρδιαγγειακή νόσο.
Το άγχος και η κατάθλιψη σχετικά με τη σεξουαλική δραστηριότητα θα πρέπει να εκτιμούνται σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Η κατάθλιψη μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας που προκαλεί στυτική δυσλειτουργία στον άνδρα και σεξουαλικά προβλήματα στη γυναίκα, όπως μειωμένη libido, δυσκολία στη διέγερση και τον οργασμό καθώς και δυσπαρεύνια (επώδυνη σεξουαλική επαφή).

Συμπερασματικά:
– Η σεξουαλική δραστηριότητα είναι θέμα μεγάλης σημασίας για την ποιότητα ζωής ανδρών και γυναικών με καρδιαγγειακή νόσο καθώς και των συντρόφων τους.

– Οι ασθενείς με καρδιοπάθειες θα πρέπει να συμβουλεύονται τον καρδιολόγο τους πριν την επανέναρξη σεξουαλικών δραστηριοτήτων.

– Σε γενικές γραμμές το sex είναι ασφαλές σε ασθενείς με σταθερή καρδιαγγειακή νόσο.

– Οξέα καρδιαγγειακά επεισόδια (πόνος στο στήθος καρδιακής αιτιολογίας ή ακόμη και έμφραγμα μυοκαρδίου) σπάνια συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας γιατί αυτή είναι συνήθως για μικρό διάστημα. Ωστόσο, ασθενείς με ασταθή καρδιαγγειακή νόσο θα πρέπει να απέχουν απ’ τη σεξουαλική δραστηριότητα έως ότου ελεγχθούν από τον καρδιολόγο τους και σταθεροποιηθούν.

– Αν κάποια ασθενής με γνωστή καρδιοπάθεια σκοπεύει να να μείνει έγκυος και πρόκειται να γεννήσει θα πρέπει επίσης να συμβουλεύεται πρώτα το γιατρό της.

– Αν κάποιος αντιμετωπίζει σεξουαλική δυσλειτουργία θα πρέπει να συμβουλευθεί το γιατρό του για να διαπιστωθεί αν είναι αποτέλεσμα καρδιαγγειακής νόσου, άγχους, κατάθλιψης, φαρμάκων ή άλλης αιτίας.

– Δε θα πρέπει να διακόπτονται φάρμακα για το καρδιαγγειακό εξαιτίας του φόβου ότι πιθανόν να επηρεάσουν τη σεξουαλική λειτουργία. Τα φάρμακα για την καρδιαγγειακή νόσο σπάνια είναι η πραγματική αιτία σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση η υγεία της καρδιάς προέχει!

– Τα φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία (πχ Viagra) είναι σε γενικές γραμμές ασφαλή και αποτελεσματικά σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, αν και δε θα πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς που κάνουν χρόνια χρήση νιτρωδών. Τα νιτρώδη δεν πρέπει επίσης να χορηγούνται σε επείγουσα βάση εφόσον έχει γίνει χρήση φαρμάκου για στυτική δυσλειτουργία τις τελευταίες 24-48 ώρες (ανάλογα με το σκεύασμα). Ο ασθενής οφείλει να ενημερώνει τον ιατρό των επειγόντων περιστατικών γι’ αυτό το ενδεχόμενο.

– Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρδιαγγειακή νόσο είναι γενικά ασφαλής η χρήση οιστρογόνων τοπικά για την αντιμετώπιση επώδυνων σεξουαλικών επαφών.

– Το άγχος και η κατάθλιψη μπορούν συχνά να επιδράσουν αρνητικά στη σεξουαλική δραστηριότητα ατόμων με καρδιαγγειακή νόσο. Η ψυχιατρική υποστήριξη είναι μεγάλης σημασίας, αν και δυστυχώς σπάνια αναζητείται και δίνεται.

Διαβάστε επίσης:

 Στυτική δυσλειτουργία και καρδιαγγειακές επιπλοκές


Νικόλαος Ζαβός 
Καρδιολόγος
τηλ ιδ. ιατρείου: 2410 250 334

Reference: Circulation 2012;125:1058-1072: Sexual activity and cardiovascular Disease